- ευφεροσύνη
- εὐφεροσύνη, ἡ (Α)παρετυμολογία τού Πλάτωνος στον Κρατύλο για τη λ. εὐφροσύνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐφεροσύνην — εὐφεροσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)